- κόμπῳ
- κόμποςdinmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek
Κομπῶ — Κομπέω ring pres subj act 1st sg (attic epic doric) Κομπέω ring pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπῶ — κομπάζω boast fut ind act 1st sg (attic epic ionic) κομπέω ring pres subj act 1st sg (attic epic doric) κομπέω ring pres ind act 1st sg (attic epic doric) κομπός masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres subj act 1st sg κομπόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπῷ — κομπάζω boast fut opt act 3rd sg κομπός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπωι — κόμπῳ , κόμπος din masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
διακομπώ — διακομπῶ ( έω) (Α) [κομπώ] αλαζονεύομαι, κομπάζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
επαμπέχω — ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α) 1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.) 2. μέσ. ἐπαμπέχομαι καλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ. β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται»,… … Dictionary of Greek
επικομπώ — ἐπικομπῶ, έω (Α) [κομπώ] μιλώ με έπαρση, με κομπασμό, αλαζονικά («ὑπισχνεῑτο δ’ οὖν... ἐπικομπῶν ὁ Ἀλκιβιάδης», Θουκ.) 2. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι, τό επιδεικνύω με υπερηφάνεια («τὸ ἀνδρεῑον... ἐπικομπῶ», Θουκ.) … Dictionary of Greek